ταπεινοφρόνημα

ταπεινοφρόνημα
τὸ, Μ [ταπεινοφρονῶ]
1. ενέργεια με την οποία επιχειρείται ή διενεργείται η ταπείνωση κάποιου
2. ταπεινότητα ψυχής, ποταπότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”